δημαρχιακός

δημαρχιακός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημαρχία ή στο δήμαρχο: Αύριο συγκαλείται δημαρχιακό συμβούλιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δημαρχιακός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημαρχία ή στον δήμαρχο (α. «δημαρχιακές εκλογές» εκλογές για την ανάδειξη δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου β. «δημαρχιακός πάρεδρος» βοηθός και αναπληρωτής τού δημάρχου γ. «δημαρχιακή επιτροπή» επιτροπή… …   Dictionary of Greek

  • Rethimno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Rethimnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου …   Deutsch Wikipedia

  • Rethymnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Réthymnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Πέτας — I Επώνυμο 2 Ελλήνων ζωγράφων. 1. Αντώνιος (1862 – 1917). Αθηναίος ζωγράφος. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη διακοσμητική, όπου και διακρίθηκε. Με λεπτή τέχνη και καλαισθησία, διακόσμησε πολλά δημόσια και ιδιωτικά μέγαρα… …   Dictionary of Greek

  • δημαρχικός — ή, ό ο δημαρχιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”